αρχομανής — ( ούς), ές αυτός που επιθυμεί με μανία ή με υπερβολικό ζήλο να κατακτήσει την εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
αρχικός — ή, ό (AM ἀρχικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στην αρχή, ο πρώτος αρχ. 1. ο ηγεμονικός, αυτός που ανήκει στον άρχοντα 2. ο κατάλληλος για να κυβερνά 3. ο φίλαρχος, ο αρχομανής 4. ο ανώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή ή < αρχός] … Dictionary of Greek
αρχο- — (AM ἀρχο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό σε μικρό σχετικά αριθμό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο, και δηλώνει είτε την έννοια της πρώτης αρχής, του… … Dictionary of Greek
φιλόπρωτος — η, ο / φιλόπρωτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που επιθυμεί να έχει πάντα τα πρωτεία, που αγωνίζεται να είναι πάντα πρώτος 2. αρχομανής, φίλαρχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπρωτον η φιλοπρωτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πρῶτος (πρβλ. παντά πρωτος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
φίλαρχος — η, ο αυτός που επιθυμεί ζωηρά να εξουσιάζει, να κατέχει την εξουσία, ο αρχομανής: Οι δικτάτορες είναι φίλαρχοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόπρωτος — η, ο αυτός που αγαπάει να έχει τα πρωτεία, αυτός που επιζητεί να είναι πάντοτε πρώτος, αρχομανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)